1. Λέξη
    γνωρίσουν (ρήμα) - (παρόμοια: γνωρίσω - γνωρίζω)
  2. Συνώνυμα
    • συναντούν
    • γνωρίζουν
    • συστήνονται
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεχωρίζουν
    • αγνοούν
    • διαχωρίζουν
    3
  4. Ορισμός
    • Να έρθουν σε επαφή με κάποιον για πρώτη φορά και να μάθουν τα βασικά γι' αυτόν.
    • Να αποκτήσουν γνώση ή εμπειρία για κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Στο πάρτι, οι φίλοι μου θα γνωρίσουν τη νέα μου γνωστή.
    • Μέσα από το ταξίδι τους, θα γνωρίσουν διαφορετικούς πολιτισμούς.
    2