Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γνωρίσουν (ρήμα) - (παρόμοια:
γνωρίσω
-
γνωρίζω
)
Συνώνυμα
συναντούν
γνωρίζουν
συστήνονται
3
Αντώνυμα
ξεχωρίζουν
αγνοούν
διαχωρίζουν
3
Ορισμός
Να έρθουν σε επαφή με κάποιον για πρώτη φορά και να μάθουν τα βασικά γι' αυτόν.
Να αποκτήσουν γνώση ή εμπειρία για κάτι.
2
Παραδείγματα
Στο πάρτι, οι φίλοι μου θα γνωρίσουν τη νέα μου γνωστή.
Μέσα από το ταξίδι τους, θα γνωρίσουν διαφορετικούς πολιτισμούς.
2