Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γνωρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναγνωρίζω
-
γνωρίζομαι
-
γνωρίζεστε
-
γνωρίσω
-
γνωρίσουν
-
δωρίζω
-
γυρίζω
-
χωρίζω
)
Συνώνυμα
καταλαβαίνω
αντιλαμβάνομαι
επίσταμαι
3
Αντώνυμα
αγνοώ
λανθάνομαι
2
Ορισμός
Να έχω γνώση ή επίγνωση για κάτι.
Να γίνομαι εξοικειωμένος με κάποιον ή κάτι μέσω εμπειρίας ή μελέτης.
2
Παραδείγματα
Γνωρίζω πολύ καλά την ιστορία της Ελλάδας.
Πρέπει να γνωρίζεις τους κανόνες πριν παίξεις το παιχνίδι.
2