1. Λέξη
    γοητεύω (ρήμα) - (παρόμοια: απογοητεύω - γοητεία - γοητευτικά - γοητευμένη)
  2. Συνώνυμα
    • μαγεύω
    • γοητεύω
    • συνεπαρμένος
    • γοητευτικός
    4
  3. Αντώνυμα
    • απογοητεύω
    • απωθώ
    • εκνευρίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Επενεργώ με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλέσω θαυμασμό ή έλξη.
    • Κερδίζω την εύνοια ή την αγάπη κάποιου μέσω της γοητείας μου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο τραγουδιστής γοήτευσε το κοινό με την απόδοσή του.
    • Η ομορφιά της γοήτευσε όλους όσους τη γνώρισαν.
    2