Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γοητεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
απογοητεύω
-
γοητεία
-
γοητευτικά
-
γοητευμένη
)
Συνώνυμα
μαγεύω
γοητεύω
συνεπαρμένος
γοητευτικός
4
Αντώνυμα
απογοητεύω
απωθώ
εκνευρίζω
3
Ορισμός
Επενεργώ με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλέσω θαυμασμό ή έλξη.
Κερδίζω την εύνοια ή την αγάπη κάποιου μέσω της γοητείας μου.
2
Παραδείγματα
Ο τραγουδιστής γοήτευσε το κοινό με την απόδοσή του.
Η ομορφιά της γοήτευσε όλους όσους τη γνώρισαν.
2