Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γοητευτικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
γοητευτικός
-
γοητευμένη
-
απογοητευτικός
-
γοητεία
-
γοητεύω
-
γοητευμένος
)
Συνώνυμα
μαγευτικά
γοητευτικώς
γοητευτικώτατα
3
Αντώνυμα
αποκρουστικά
αντιπαθητικά
άσχημα
3
Ορισμός
Με τρόπο που προκαλεί γοητεία ή έλξη.
Με τρόπο που εντυπωσιάζει ή μαγεύει.
2
Παραδείγματα
Χαμογέλασε γοητευτικά και όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν.
Ο ήλιος έδυνε γοητευτικά πίσω από τα βουνά.
2