1. Λέξη
    γοητευτικά (επίρρημα) - (παρόμοια: γοητευτικός - γοητευμένη - απογοητευτικός - γοητεία - γοητεύω - γοητευμένος)
  2. Συνώνυμα
    • μαγευτικά
    • γοητευτικώς
    • γοητευτικώτατα
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκρουστικά
    • αντιπαθητικά
    • άσχημα
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που προκαλεί γοητεία ή έλξη.
    • Με τρόπο που εντυπωσιάζει ή μαγεύει.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Χαμογέλασε γοητευτικά και όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν.
    • Ο ήλιος έδυνε γοητευτικά πίσω από τα βουνά.
    2