Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γουργουρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
φαγουρίζω
-
γυρίζω
)
Συνώνυμα
μουρμουρίζω
ψιθυρίζω
μουρμουρίζω
3
Αντώνυμα
φωνάζω
κραυγάζω
ομίληση δυνατά
3
Ορισμός
να μιλάω ή να εκφράζομαι με πολύ χαμηλή φωνή, σχεδόν ψιθυριστά
να παράγω απαλούς ήχους, όπως το νερό που τρέχει ή το αεράκι
2
Παραδείγματα
Τα παιδιά γουργουρίζαν μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της ταινίας.
Ο ποταμός γουργουρίζει καθώς κυλάει ανάμεσα στα πέτρινα.
2