1. Συνώνυμα
    • περιστρέφω
    • στρίβω
    • γυρνάω
    3
  2. Αντώνυμα
    • σταθεροποιώ
    • ακινητοποιώ
    2
  3. Ορισμός
    • Να κινείς κάτι σε κυκλική κίνηση γύρω από ένα σταθερό σημείο.
    • Να αλλάζεις κατεύθυνση ή θέση.
    • Να επιστρέφεις σε ένα προηγούμενο σημείο ή κατάσταση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά για να ανοίξει η πόρτα.
    • Όταν φτάσαμε στο τέλος του δρόμου, γυρίσαμε αριστερά.
    • Μετά από χρόνια στο εξωτερικό, γύρισε στην πατρίδα του.
    3