1. Λέξη
    γριά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γρια)
  2. Συνώνυμα
    • ηλικιωμένη
    • γιαγιά
    • πρεσβύτιδα
    3
  3. Αντώνυμα
    • νέα
    • κοπέλα
    • νεαρή
    3
  4. Ορισμός
    • Μια γυναίκα προχωρημένης ηλικίας.
    • Μια γυναίκα που έχει φτάσει σε μεγάλη ηλικία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γριά καθόταν στο παγκάκι και παρακολουθούσε τα παιδιά που έπαιζαν.
    • Η γριά της γειτονιάς μας πάντα μας έδινε γλυκά όταν περνούσαμε από το σπίτι της.
    2