Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γριά
-
άγρια
)
Συνώνυμα
ηλικιωμένη
γηραιά
πρεσβύτιδα
3
Αντώνυμα
νέα
νεαρή
κοπέλα
3
Ορισμός
Μια γυναίκα που έχει φτάσει σε προχωρημένη ηλικία.
Γυναίκα μεγάλης ηλικίας, συνήθως με αναφορά στη σοφία ή την εμπειρία της.
2
Παραδείγματα
Η γρια καθόταν στον παγκάκι και παρατηρούσε τα παιδιά που έπαιζαν.
Η γρια του χωριού ήταν γνωστή για τις ιστορίες που διηγούνταν.
2