Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γυαλί (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γυαλίζω
-
γυαλάκι
)
Συνώνυμα
τζάμι
ποτήρι
κρύσταλλο
3
Αντώνυμα
αδιαφανές υλικό
πλαστικό
2
Ορισμός
Ένα σκληρό, διάφανο υλικό που παράγεται με την τήξη άμμου και άλλων υλικών σε υψηλές θερμοκρασίες.
Ένα αντικείμενο κατασκευασμένο από αυτό το υλικό, όπως ένα ποτήρι ή ένα παράθυρο.
2
Παραδείγματα
Το παράθυρο είναι φτιαγμένο από γυαλί.
Πρόσεχε μην σπάσεις το γυαλί του ποτηριού.
2