1. Λέξη
    γυαλί (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γυαλίζω - γυαλάκι)
  2. Συνώνυμα
    • τζάμι
    • ποτήρι
    • κρύσταλλο
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιαφανές υλικό
    • πλαστικό
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα σκληρό, διάφανο υλικό που παράγεται με την τήξη άμμου και άλλων υλικών σε υψηλές θερμοκρασίες.
    • Ένα αντικείμενο κατασκευασμένο από αυτό το υλικό, όπως ένα ποτήρι ή ένα παράθυρο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το παράθυρο είναι φτιαγμένο από γυαλί.
    • Πρόσεχε μην σπάσεις το γυαλί του ποτηριού.
    2