Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γυαλίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
γυαλί
-
ζαλίζω
-
γυρίζω
)
Συνώνυμα
λαμπυρίζω
αστράφτω
στιλβώνω
3
Αντώνυμα
μαυρίζω
θαμπώνω
σκοτεινιάζω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να λάμπει ή να ανακλά το φως.
Εμφανίζομαι λαμπρός ή γυαλιστερός.
2
Παραδείγματα
Γυάλισε τα παπούτσια του πριν από την εκδήλωση.
Ο ήλιος γυάλιζε πάνω στη θάλασσα.
2