1. Λέξη
    γυαλίζω (ρήμα) - (παρόμοια: γυαλί - ζαλίζω - γυρίζω)
  2. Συνώνυμα
    • λαμπυρίζω
    • αστράφτω
    • στιλβώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • μαυρίζω
    • θαμπώνω
    • σκοτεινιάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να λάμπει ή να ανακλά το φως.
    • Εμφανίζομαι λαμπρός ή γυαλιστερός.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Γυάλισε τα παπούτσια του πριν από την εκδήλωση.
    • Ο ήλιος γυάλιζε πάνω στη θάλασσα.
    2