Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γυρεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
κουρεύω
)
Συνώνυμα
ψάχνω
αναζητώ
ερευνώ
3
Αντώνυμα
βρίσκω
ανακάλυπτω
2
Ορισμός
Να προσπαθώ να βρω κάτι ή κάποιον.
Να κάνω έρευνα ή έρευνα για κάτι.
2
Παραδείγματα
Γυρεύω τα κλειδιά μου εδώ και μισή ώρα.
Οι επιστήμονες γυρεύουν νέες μεθόδους για την αντιμετώπιση της ασθένειας.
2