1. Λέξη
    γυρεύω (ρήμα) - (παρόμοια: κουρεύω)
  2. Συνώνυμα
    • ψάχνω
    • αναζητώ
    • ερευνώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • βρίσκω
    • ανακάλυπτω
    2
  4. Ορισμός
    • Να προσπαθώ να βρω κάτι ή κάποιον.
    • Να κάνω έρευνα ή έρευνα για κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Γυρεύω τα κλειδιά μου εδώ και μισή ώρα.
    • Οι επιστήμονες γυρεύουν νέες μεθόδους για την αντιμετώπιση της ασθένειας.
    2