Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουρεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
κουρείο
-
κουρτ
-
σιγουρεύω
-
γυρεύω
-
κουρσά
)
Συνώνυμα
ξυρίζω
καρύκευω
κουρυρεύω
3
Αντώνυμα
αφήνω
αφήνω να μεγαλώσει
2
Ορισμός
Να κόβω ή να αφαιρώ τα μαλλιά από το κεφάλι ή το σώμα κάποιου.
Να κόβω ή να περικόπτω κάτι, όπως φυτά ή γρασίδι.
2
Παραδείγματα
Ο κουρέας θα με κουρέψει αύριο.
Χρειάζεται να κουρέψουμε το γρασίδι στον κήπο.
2