Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γυριστεί (ρήμα) - (παρόμοια:
οριστεί
-
γυρισμός
)
Συνώνυμα
περιστραφεί
γυρίσει
στραφεί
3
Αντώνυμα
παγώσει
σταματήσει
ακινητοποιηθεί
3
Ορισμός
Να αλλάξει κατεύθυνση ή θέση κινούμενος σε κυκλική τροχιά.
Να επιστρέψει σε ένα προηγούμενο σημείο ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Ο δρόμος γυρίζει δεξιά μετά από 100 μέτρα.
Μετά το ταξίδι, γύρισε σπίτι του.
2