1. Λέξη
    οριστεί (ρήμα) - (παρόμοια: γυριστεί - οριστικά - οριστικός)
  2. Συνώνυμα
    • καθορίζω
    • προσδιορίζω
    • καθιστώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανακοινώνω
    • αφήνω απροσδιόριστο
    2
  4. Ορισμός
    • 1. Να καθορίζεται κάτι με σαφήνεια και ακρίβεια.
    • 2. Να αποφασίζεται ή να καθορίζεται κάτι με επίσημο τρόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ημερομηνία της συνάντησης ορίστηκε για τις 15 Μαρτίου.
    • Οι κανόνες του παιχνιδιού ορίστηκαν από τον οργανωτή.
    2