Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οριστεί (ρήμα) - (παρόμοια:
γυριστεί
-
οριστικά
-
οριστικός
)
Συνώνυμα
καθορίζω
προσδιορίζω
καθιστώ
3
Αντώνυμα
ανακοινώνω
αφήνω απροσδιόριστο
2
Ορισμός
1. Να καθορίζεται κάτι με σαφήνεια και ακρίβεια.
2. Να αποφασίζεται ή να καθορίζεται κάτι με επίσημο τρόπο.
2
Παραδείγματα
Η ημερομηνία της συνάντησης ορίστηκε για τις 15 Μαρτίου.
Οι κανόνες του παιχνιδιού ορίστηκαν από τον οργανωτή.
2