Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γυρνάω (ρήμα) - (παρόμοια:
γυρνώ
-
τριγυρνάω
-
γερνάω
)
Συνώνυμα
στρίβω
περιστρέφω
γυρίζω
3
Αντώνυμα
σταματώ
παγώνω
2
Ορισμός
Κινώ κάτι σε κυκλική κίνηση γύρω από ένα σταθερό σημείο.
Αλλάζω κατεύθυνση ή θέση.
Επιστρέφω σε ένα προηγούμενο σημείο ή κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά για να ανοίξει την πόρτα.
Όταν φτάσαμε στο τέλος του δρόμου, γυρίσαμε αριστερά.
Μετά από χρόνια στο εξωτερικό, γύρισε στην πατρίδα του.
3