1. Λέξη
    γυρνάω (ρήμα) - (παρόμοια: γυρνώ - τριγυρνάω - γερνάω)
  2. Συνώνυμα
    • στρίβω
    • περιστρέφω
    • γυρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • παγώνω
    2
  4. Ορισμός
    • Κινώ κάτι σε κυκλική κίνηση γύρω από ένα σταθερό σημείο.
    • Αλλάζω κατεύθυνση ή θέση.
    • Επιστρέφω σε ένα προηγούμενο σημείο ή κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά για να ανοίξει την πόρτα.
    • Όταν φτάσαμε στο τέλος του δρόμου, γυρίσαμε αριστερά.
    • Μετά από χρόνια στο εξωτερικό, γύρισε στην πατρίδα του.
    3