Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γυρνώ (ρήμα) - (παρόμοια:
γυρνάω
-
τριγυρνώ
)
Συνώνυμα
επιστρέφω
γυρίζω
ξαναγυρίζω
3
Αντώνυμα
φεύγω
αποχωρώ
απομακρύνομαι
3
Ορισμός
Επιστρέφω σε ένα σημείο από το οποίο είχα φύγει.
Κάνω μια κίνηση γύρω από κάτι ή κάποιον.
Αλλάζω κατεύθυνση ή θέση.
3
Παραδείγματα
Γύρισα σπίτι αργά το βράδυ.
Γύρισε το κεφάλι του για να δει ποιος τον φώναξε.
Θα γυρίσω στο θέμα αργότερα.
3