Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δακτυλικό (επίθετο) - (παρόμοια:
δακτυλίδι
-
δαχτυλικός
)
Συνώνυμα
δάκτυλος
δάκτυλο
δακτυλικός
3
Αντώνυμα
αδακτύλωτος
χωρίς δάκτυλα
2
Ορισμός
Σχετικός με τα δάκτυλα.
Που αναφέρεται ή σχετίζεται με τα δάκτυλα του χεριού ή του ποδιού.
2
Παραδείγματα
Η δακτυλική άκρη ήταν ευαίσθητη στο άγγιγμα.
Χρησιμοποίησε μια δακτυλική συσκευή για να μετρήσει την πίεση του αίματος.
2