1. Λέξη
    δαχτυλικός (επίθετο) - (παρόμοια: δαχτυλάκι - δακτυλικό - δαχτυλίδι - υλικός)
  2. Συνώνυμα
    • με τα δάχτυλα
    • χειροκίνητος
    2
  3. Αντώνυμα
    • αυτόματος
    • μηχανικός
    2
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται με τα δάχτυλα ή γίνεται με τη χρήση τους
    • που απαιτεί φυσική επαφή ή χειροκίνητη ενέργεια
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δαχτυλικός έλεγχος του κινητού τηλεφώνου γίνεται με την αφή των δακτύλων.
    • Η δαχτυλική πίεση απαιτείται για να ενεργοποιηθεί η συσκευή.
    2