Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δαχτυλικός (επίθετο) - (παρόμοια:
δαχτυλάκι
-
δακτυλικό
-
δαχτυλίδι
-
υλικός
)
Συνώνυμα
με τα δάχτυλα
χειροκίνητος
2
Αντώνυμα
αυτόματος
μηχανικός
2
Ορισμός
που σχετίζεται με τα δάχτυλα ή γίνεται με τη χρήση τους
που απαιτεί φυσική επαφή ή χειροκίνητη ενέργεια
2
Παραδείγματα
Ο δαχτυλικός έλεγχος του κινητού τηλεφώνου γίνεται με την αφή των δακτύλων.
Η δαχτυλική πίεση απαιτείται για να ενεργοποιηθεί η συσκευή.
2