Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δανείζω (ρήμα) - (παρόμοια:
δανείζομαι
)
Συνώνυμα
δανείζομαι
χρηματοδοτώ
προσφέρω δάνειο
3
Αντώνυμα
δανείζομαι
επιστρέφω
ξεπληρώνω
3
Ορισμός
Να δίνεις κάτι (συνήθως χρήματα) σε κάποιον με την προϋπόθεση ότι θα το επιστρέψει στο μέλλον.
Να παίρνεις κάτι (συνήθως χρήματα) από κάποιον με την υποχρέωση να το επιστρέψεις στο μέλλον.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης δάνεισε χρήματα από την τράπεζα για να αγοράσει το καινούριο του αυτοκίνητο.
Μπορείς να μου δανείσεις το βιβλίο σου για λίγες μέρες;
2