1. Λέξη
    δανείζω (ρήμα) - (παρόμοια: δανείζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • δανείζομαι
    • χρηματοδοτώ
    • προσφέρω δάνειο
    3
  3. Αντώνυμα
    • δανείζομαι
    • επιστρέφω
    • ξεπληρώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να δίνεις κάτι (συνήθως χρήματα) σε κάποιον με την προϋπόθεση ότι θα το επιστρέψει στο μέλλον.
    • Να παίρνεις κάτι (συνήθως χρήματα) από κάποιον με την υποχρέωση να το επιστρέψεις στο μέλλον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης δάνεισε χρήματα από την τράπεζα για να αγοράσει το καινούριο του αυτοκίνητο.
    • Μπορείς να μου δανείσεις το βιβλίο σου για λίγες μέρες;
    2