Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δανείζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
δανείζω
-
διορίζομαι
)
Συνώνυμα
δανείζω
χρησιμοποιώ δανεικά
παίρνω δάνειο
3
Αντώνυμα
δανείζω
δίνω δάνειο
2
Ορισμός
Παίρνω κάτι (συνήθως χρήματα) με την υπόσχεση ότι θα το επιστρέψω στο μέλλον.
Χρησιμοποιώ κάτι που ανήκει σε κάποιον άλλο για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
2
Παραδείγματα
Δανείστηκα χρήματα από την τράπεζα για να αγοράσω σπίτι.
Μπορώ να δανειστώ το βιβλίο σου για λίγες μέρες;
2