Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δασκάλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκάλα
)
Συνώνυμα
καθηγήτρια
διδάσκαλος
παιδαγωγός
3
Αντώνυμα
μαθητής
μαθήτρια
2
Ορισμός
Η γυναίκα που διδάσκει, ειδικά σε σχολείο.
Η γυναίκα που έχει την ικανότητα να μεταδίδει γνώσεις και δεξιότητες.
2
Παραδείγματα
Η δασκάλα εξήγησε το μάθημα με πολλή υπομονή.
Η Μαρία είναι μια πολύ καλή δασκάλα και οι μαθητές της την αγαπούν.
2