1. Λέξη
    δασκάλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σκάλα)
  2. Συνώνυμα
    • καθηγήτρια
    • διδάσκαλος
    • παιδαγωγός
    3
  3. Αντώνυμα
    • μαθητής
    • μαθήτρια
    2
  4. Ορισμός
    • Η γυναίκα που διδάσκει, ειδικά σε σχολείο.
    • Η γυναίκα που έχει την ικανότητα να μεταδίδει γνώσεις και δεξιότητες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η δασκάλα εξήγησε το μάθημα με πολλή υπομονή.
    • Η Μαρία είναι μια πολύ καλή δασκάλα και οι μαθητές της την αγαπούν.
    2