1. Λέξη
    σκάλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: δασκάλα - σάλα - σκάω - φουσκάλα)
  2. Συνώνυμα
    • κλίμακα
    • σκαλοπάτι
    • ανέβασμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατάβαση
    • κατηφόρα
    2
  4. Ορισμός
    • Μια κατασκευή με σκαλοπάτια που χρησιμοποιείται για να ανεβαίνει κανείς ή να κατεβαίνει από ένα υψηλότερο ή χαμηλότερο επίπεδο.
    • Μια σειρά από βήματα ή στάδια που οδηγούν σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή στόχο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η σκάλα του σπιτιού ήταν από ξύλο και είχε πολλά σκαλοπάτια.
    • Η επιτυχία είναι μια σκάλα που πρέπει να ανεβείς βήμα βήμα.
    2