Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκάλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δασκάλα
-
σάλα
-
σκάω
-
φουσκάλα
)
Συνώνυμα
κλίμακα
σκαλοπάτι
ανέβασμα
3
Αντώνυμα
κατάβαση
κατηφόρα
2
Ορισμός
Μια κατασκευή με σκαλοπάτια που χρησιμοποιείται για να ανεβαίνει κανείς ή να κατεβαίνει από ένα υψηλότερο ή χαμηλότερο επίπεδο.
Μια σειρά από βήματα ή στάδια που οδηγούν σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή στόχο.
2
Παραδείγματα
Η σκάλα του σπιτιού ήταν από ξύλο και είχε πολλά σκαλοπάτια.
Η επιτυχία είναι μια σκάλα που πρέπει να ανεβείς βήμα βήμα.
2