1. Λέξη
    δείρω (ρήμα) - (παρόμοια: διεγείρω)
  2. Συνώνυμα
    • χτυπώ
    • δέρνω
    • μαστιγώνω
    • πλήττω
    4
  3. Αντώνυμα
    • φιλώ
    • χαιρετώ
    • προστατεύω
    3
  4. Ορισμός
    • Να χτυπάω κάποιον με βία.
    • Να προκαλώ πόνο ή ζημιά σε κάποιον ή κάτι με φυσική δύναμη.
    • Να νικώ κάποιον σε μάχη ή αντιπαράθεση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος δείρει τον μαθητή που δεν φέρθηκε καλά.
    • Οι στρατιώτες δείρουν τους εχθρούς τους στη μάχη.
    • Ο άνεμος δείρει τα κλαδιά των δέντρων με δύναμη.
    3