Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δείρω (ρήμα) - (παρόμοια:
διεγείρω
)
Συνώνυμα
χτυπώ
δέρνω
μαστιγώνω
πλήττω
4
Αντώνυμα
φιλώ
χαιρετώ
προστατεύω
3
Ορισμός
Να χτυπάω κάποιον με βία.
Να προκαλώ πόνο ή ζημιά σε κάποιον ή κάτι με φυσική δύναμη.
Να νικώ κάποιον σε μάχη ή αντιπαράθεση.
3
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος δείρει τον μαθητή που δεν φέρθηκε καλά.
Οι στρατιώτες δείρουν τους εχθρούς τους στη μάχη.
Ο άνεμος δείρει τα κλαδιά των δέντρων με δύναμη.
3