Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διεγείρω (ρήμα) - (παρόμοια:
εγείρω
-
δείρω
-
διαφθείρω
)
Συνώνυμα
εξάπτω
διεγείρω
παροτρύνω
ενθαρρύνω
ερεθίζω
5
Αντώνυμα
καθησυχάζω
ηρεμώ
αποθαρρύνω
καταπνίγω
4
Ορισμός
Προκαλώ σε κάποιον ενθουσιασμό, ενέργεια ή δράση.
Ενεργοποιώ ή αυξάνω τη λειτουργία κάποιου οργάνου ή συστήματος.
Προκαλώ κάποιο συναίσθημα ή αντίδραση.
3
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος διέγειρε το ενδιαφέρον των μαθητών με ένα ενδιαφέρον πείραμα.
Η μουσική διέγειρε τα συναισθήματα του κοινού.
Οι νέες ιδέες διέγειραν τη δημιουργικότητά της.
3