1. Λέξη
    διεγείρω (ρήμα) - (παρόμοια: εγείρω - δείρω - διαφθείρω)
  2. Συνώνυμα
    • εξάπτω
    • διεγείρω
    • παροτρύνω
    • ενθαρρύνω
    • ερεθίζω
    5
  3. Αντώνυμα
    • καθησυχάζω
    • ηρεμώ
    • αποθαρρύνω
    • καταπνίγω
    4
  4. Ορισμός
    • Προκαλώ σε κάποιον ενθουσιασμό, ενέργεια ή δράση.
    • Ενεργοποιώ ή αυξάνω τη λειτουργία κάποιου οργάνου ή συστήματος.
    • Προκαλώ κάποιο συναίσθημα ή αντίδραση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος διέγειρε το ενδιαφέρον των μαθητών με ένα ενδιαφέρον πείραμα.
    • Η μουσική διέγειρε τα συναισθήματα του κοινού.
    • Οι νέες ιδέες διέγειραν τη δημιουργικότητά της.
    3