1. Λέξη
    δεξιόχειρας (επίθετο) - (παρόμοια: δεξιός)
  2. Συνώνυμα
    • επιδέξιος
    • ικανός
    • ειδήμων
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδέξιος
    • ανίκανος
    • άπειρος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει ικανότητα και ευχέρεια στο να εκτελεί εργασίες με τα χέρια του
    • που είναι ικανός και αποτελεσματικός σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης είναι πολύ δεξιόχειρας στις επισκευές σπιτιών.
    • Η Μαρία είναι δεξιόχειρας στη ζαχαροπλαστική.
    2