Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δεξιόχειρας (επίθετο) - (παρόμοια:
δεξιός
)
Συνώνυμα
επιδέξιος
ικανός
ειδήμων
3
Αντώνυμα
αδέξιος
ανίκανος
άπειρος
3
Ορισμός
που έχει ικανότητα και ευχέρεια στο να εκτελεί εργασίες με τα χέρια του
που είναι ικανός και αποτελεσματικός σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης είναι πολύ δεξιόχειρας στις επισκευές σπιτιών.
Η Μαρία είναι δεξιόχειρας στη ζαχαροπλαστική.
2