Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δεξιός (επίθετο) - (παρόμοια:
δεξιά
-
δεξιότητα
-
δεξιόχειρας
)
Συνώνυμα
επιδέξιος
ικανός
έμπειρος
3
Αντώνυμα
αδέξιος
ανίκανος
άπειρος
3
Ορισμός
που έχει ικανότητες ή δεξιότητες σε κάποιον τομέα
που βρίσκεται στη δεξιά πλευρά
2
Παραδείγματα
Είναι πολύ δεξιός στη δουλειά του.
Η δεξιά πλευρά του δρόμου είναι κλειστή.
2