1. Λέξη
    δεξιός (επίθετο) - (παρόμοια: δεξιά - δεξιότητα - δεξιόχειρας)
  2. Συνώνυμα
    • επιδέξιος
    • ικανός
    • έμπειρος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδέξιος
    • ανίκανος
    • άπειρος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει ικανότητες ή δεξιότητες σε κάποιον τομέα
    • που βρίσκεται στη δεξιά πλευρά
    2
  5. Παραδείγματα
    • Είναι πολύ δεξιός στη δουλειά του.
    • Η δεξιά πλευρά του δρόμου είναι κλειστή.
    2