Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δεσμεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
δεσμεύω
-
γεύομαι
)
Συνώνυμα
υποχρεώνομαι
αναλαμβάνω υποχρέωση
δένομαι
3
Αντώνυμα
απαλλάσσομαι
ελευθερώνομαι
αποδεσμεύομαι
3
Ορισμός
Παίρνω επίσημη υπόσχεση ή δέσμευση να κάνω κάτι.
Προσδιορίζομαι ή περιορίζομαι από κάποια υποχρέωση ή δεσμό.
2
Παραδείγματα
Δεσμεύομαι να σεβόμαστε τους κανόνες του συλλόγου.
Με την υπογραφή της συμφωνίας, δεσμεύομαι να πληρώσω το ποσό εντός δύο μηνών.
2