1. Λέξη
    δεσμεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια: δεσμεύω - γεύομαι)
  2. Συνώνυμα
    • υποχρεώνομαι
    • αναλαμβάνω υποχρέωση
    • δένομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • απαλλάσσομαι
    • ελευθερώνομαι
    • αποδεσμεύομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Παίρνω επίσημη υπόσχεση ή δέσμευση να κάνω κάτι.
    • Προσδιορίζομαι ή περιορίζομαι από κάποια υποχρέωση ή δεσμό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Δεσμεύομαι να σεβόμαστε τους κανόνες του συλλόγου.
    • Με την υπογραφή της συμφωνίας, δεσμεύομαι να πληρώσω το ποσό εντός δύο μηνών.
    2