1. Λέξη
    δεσμεύω (ρήμα) - (παρόμοια: δεσμεύομαι - δεσμά - δεσμός)
  2. Συνώνυμα
    • υποχρεώνω
    • εξαναγκάζω
    • προσδένομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • απελευθερώνω
    • ελευθερώνω
    • απαλλάσσω
    3
  4. Ορισμός
    • να υποχρεώνω κάποιον να κάνει κάτι
    • να περιορίζω την ελευθερία κάποιου
    • να συνδέω ή να προσδένομαι με κάποιο τρόπο
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο νόμος δεσμεύει τους πολίτες να πληρώνουν φόρους.
    • Το συμβόλαιο δεσμεύει και τις δύο πλευρές.
    • Οι ηθικές αρχές δεσμεύουν τη συμπεριφορά μας.
    3