Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δεσμεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
δεσμεύομαι
-
δεσμά
-
δεσμός
)
Συνώνυμα
υποχρεώνω
εξαναγκάζω
προσδένομαι
3
Αντώνυμα
απελευθερώνω
ελευθερώνω
απαλλάσσω
3
Ορισμός
να υποχρεώνω κάποιον να κάνει κάτι
να περιορίζω την ελευθερία κάποιου
να συνδέω ή να προσδένομαι με κάποιο τρόπο
3
Παραδείγματα
Ο νόμος δεσμεύει τους πολίτες να πληρώνουν φόρους.
Το συμβόλαιο δεσμεύει και τις δύο πλευρές.
Οι ηθικές αρχές δεσμεύουν τη συμπεριφορά μας.
3