1. Λέξη
    δεχτώ (ρήμα) - (παρόμοια: αποδεχτώ)
  2. Συνώνυμα
    • αποδέχομαι
    • παίρνω
    • συμφωνώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αρνούμαι
    • απορρίπτω
    • αποδοκιμάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να δέχομαι κάτι, να το αποδέχομαι ως αληθινό ή σωστό.
    • Να δέχομαι κάποιον ή κάτι, να τον/την αποδέχομαι σε μια ομάδα ή σε μια κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Δεχτώ την πρότασή σου και θα συνεργαστούμε.
    • Δεχτώ τις συνέπειες των πράξεών μου.
    2