Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δεχτώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αποδεχτώ
)
Συνώνυμα
αποδέχομαι
παίρνω
συμφωνώ
3
Αντώνυμα
αρνούμαι
απορρίπτω
αποδοκιμάζω
3
Ορισμός
Να δέχομαι κάτι, να το αποδέχομαι ως αληθινό ή σωστό.
Να δέχομαι κάποιον ή κάτι, να τον/την αποδέχομαι σε μια ομάδα ή σε μια κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Δεχτώ την πρότασή σου και θα συνεργαστούμε.
Δεχτώ τις συνέπειες των πράξεών μου.
2