1. Λέξη
    δηλητήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διοικητήριο - προσκλητήριο)
  2. Συνώνυμα
    • τοξίνη
    • φαρμάκι
    2
  3. Αντώνυμα
    • αντίδοτο
    • θεραπεία
    2
  4. Ορισμός
    • Ουσία που, όταν εισέρχεται στον οργανισμό, μπορεί να προκαλέσει βλάβη, ασθένεια ή θάνατο.
    • Κάτι που έχει αρνητικό ή καταστροφικό αντίκτυπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το δηλητήριο της φιδιάς μπορεί να είναι θανατηφόρο.
    • Η κακία μπορεί να είναι ένα δηλητήριο για τις ανθρώπινες σχέσεις.
    2