Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δηλητήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διοικητήριο
-
προσκλητήριο
)
Συνώνυμα
τοξίνη
φαρμάκι
2
Αντώνυμα
αντίδοτο
θεραπεία
2
Ορισμός
Ουσία που, όταν εισέρχεται στον οργανισμό, μπορεί να προκαλέσει βλάβη, ασθένεια ή θάνατο.
Κάτι που έχει αρνητικό ή καταστροφικό αντίκτυπο.
2
Παραδείγματα
Το δηλητήριο της φιδιάς μπορεί να είναι θανατηφόρο.
Η κακία μπορεί να είναι ένα δηλητήριο για τις ανθρώπινες σχέσεις.
2