Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσκλητήριο (επίθετο) - (παρόμοια:
δηλητήριο
)
Συνώνυμα
καλεσμένος
προσκεκλημένος
επιλεγμένος
3
Αντώνυμα
απροσκλήτιστος
ακατάλληλος
2
Ορισμός
Αυτός που έχει προσκληθεί σε μια συγκεκριμένη εκδήλωση ή συνάντηση.
Αυτός που επιλέγεται για να συμμετάσχει σε μια δραστηριότητα ή ομάδα.
2
Παραδείγματα
Οι προσκλητήριοι καλεσμένοι έφτασαν στην τελετή.
Μόνο οι προσκλητήριοι φοιτητές μπορούν να συμμετέχουν στο σεμινάριο.
2