1. Λέξη
    προσκλητήριο (επίθετο) - (παρόμοια: δηλητήριο)
  2. Συνώνυμα
    • καλεσμένος
    • προσκεκλημένος
    • επιλεγμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • απροσκλήτιστος
    • ακατάλληλος
    2
  4. Ορισμός
    • Αυτός που έχει προσκληθεί σε μια συγκεκριμένη εκδήλωση ή συνάντηση.
    • Αυτός που επιλέγεται για να συμμετάσχει σε μια δραστηριότητα ή ομάδα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι προσκλητήριοι καλεσμένοι έφτασαν στην τελετή.
    • Μόνο οι προσκλητήριοι φοιτητές μπορούν να συμμετέχουν στο σεμινάριο.
    2