Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δημιουργήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
δημιουργώ
-
δημιουργός
-
δημιουργία
-
δημιουργικός
-
δημιουργούμαι
-
δημιουργικότητα
)
Συνώνυμα
φτιάξω
κατασκευάσω
σχηματίσω
3
Αντώνυμα
καταστρέφω
εξαφανίζω
διαλύω
3
Ορισμός
Να φέρω κάτι σε ύπαρξη ή να κατασκευάσω κάτι.
Να προκαλέσω μια κατάσταση ή να δημιουργήσω μια συνθήκη.
2
Παραδείγματα
Θα δημιουργήσω μια νέα εφαρμογή για το κινητό μου.
Η απόφασή του να μην πάει στο πάρτι δημιούργησε πολλές ερωτήσεις.
2