Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δημιουργικός (επίθετο) - (παρόμοια:
δημιουργικότητα
-
δημιουργός
-
δημιουργώ
-
δημιουργία
-
δημιουργήσω
-
δημιουργούμαι
-
χειρουργικός
-
λειτουργικός
-
δημοτικός
)
Συνώνυμα
εφευρετικός
καλλιτεχνικός
πρωτοποριακός
3
Αντώνυμα
αδημιούργητος
στερεότυπος
κοινότοπος
3
Ορισμός
που έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί ή να φαντάζεται νέες ιδέες ή πράγματα
που χαρακτηρίζεται από πρωτότυπη σκέψη ή έκφραση
2
Παραδείγματα
Ο δημιουργικός του νους τον οδήγησε να εφεύρει μια νέα μέθοδο.
Η δημιουργική γραφή απαιτεί φαντασία και πρωτοτυπία.
2