Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διάθεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προδιάθεση
)
Συνώνυμα
συγκινητικότητα
συναισθηματικότητα
ψυχοσύνθεση
3
Αντώνυμα
αδιαφορία
απάθεια
ψυχρότητα
3
Ορισμός
Η ψυχική κατάσταση ή η συναισθηματική διάθεση ενός ατόμου.
Η ικανότητα να αντιδράς συναισθηματικά σε καταστάσεις ή άτομα.
Η τάση ή η προδιάθεση να συμπεριφέρεσαι με συγκεκριμένο τρόπο.
3
Παραδείγματα
Η διάθεσή του ήταν πολύ καλή σήμερα.
Η διάθεση της κοινής γνώμης ήταν εναντίον της πρότασης.
Έχει μια φιλική διάθεση απέναντι σε όλους.
3