1. Λέξη
    διάθεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προδιάθεση)
  2. Συνώνυμα
    • συγκινητικότητα
    • συναισθηματικότητα
    • ψυχοσύνθεση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιαφορία
    • απάθεια
    • ψυχρότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ψυχική κατάσταση ή η συναισθηματική διάθεση ενός ατόμου.
    • Η ικανότητα να αντιδράς συναισθηματικά σε καταστάσεις ή άτομα.
    • Η τάση ή η προδιάθεση να συμπεριφέρεσαι με συγκεκριμένο τρόπο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η διάθεσή του ήταν πολύ καλή σήμερα.
    • Η διάθεση της κοινής γνώμης ήταν εναντίον της πρότασης.
    • Έχει μια φιλική διάθεση απέναντι σε όλους.
    3