Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προδιάθεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διάθεση
-
προϋπόθεση
-
πρόθεση
)
Συνώνυμα
προδιάθεση
προκατάληψη
προτίμηση
ένστικτο
4
Αντώνυμα
απροθυμία
αδιαφορία
αντιπάθεια
3
Ορισμός
Η τάση ή η προκατάληψη που έχει κάποιος προς μια συγκεκριμένη συμπεριφορά ή άποψη.
Μια φυσική ή εκ γενετής τάση να αντιδράς με συγκεκριμένο τρόπο.
2
Παραδείγματα
Η προδιάθεσή του για τη μουσική ήταν εμφανής από μικρή ηλικία.
Η προδιάθεση του για την εργασία σε ομάδα τον κάνει ιδανικό για αυτή τη θέση.
2