1. Λέξη
    προδιάθεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διάθεση - προϋπόθεση - πρόθεση)
  2. Συνώνυμα
    • προδιάθεση
    • προκατάληψη
    • προτίμηση
    • ένστικτο
    4
  3. Αντώνυμα
    • απροθυμία
    • αδιαφορία
    • αντιπάθεια
    3
  4. Ορισμός
    • Η τάση ή η προκατάληψη που έχει κάποιος προς μια συγκεκριμένη συμπεριφορά ή άποψη.
    • Μια φυσική ή εκ γενετής τάση να αντιδράς με συγκεκριμένο τρόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η προδιάθεσή του για τη μουσική ήταν εμφανής από μικρή ηλικία.
    • Η προδιάθεση του για την εργασία σε ομάδα τον κάνει ιδανικό για αυτή τη θέση.
    2