1. Λέξη
    διάλεκτος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διάλεξη - διάλογος)
  2. Συνώνυμα
    • ιδίωμα
    • γλωσσικός τύπος
    • τοπική γλώσσα
    3
  3. Αντώνυμα
    • κοινή γλώσσα
    • επίσημη γλώσσα
    2
  4. Ορισμός
    • Μια ποικιλία μιας γλώσσας που χρησιμοποιείται από μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, συνήθως σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.
    • Ένα σύστημα γλωσσικών χαρακτηριστικών που διαφέρει από την επίσημη ή την κοινή γλώσσα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κυπριακή διάλεκτος διαφέρει από την επίσημη ελληνική γλώσσα.
    • Στην βόρεια Ελλάδα, η τοπική διάλεκτος περιλαμβάνει πολλές σλαβικές λέξεις.
    2