Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διάλεκτος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διάλεξη
-
διάλογος
)
Συνώνυμα
ιδίωμα
γλωσσικός τύπος
τοπική γλώσσα
3
Αντώνυμα
κοινή γλώσσα
επίσημη γλώσσα
2
Ορισμός
Μια ποικιλία μιας γλώσσας που χρησιμοποιείται από μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, συνήθως σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.
Ένα σύστημα γλωσσικών χαρακτηριστικών που διαφέρει από την επίσημη ή την κοινή γλώσσα.
2
Παραδείγματα
Η κυπριακή διάλεκτος διαφέρει από την επίσημη ελληνική γλώσσα.
Στην βόρεια Ελλάδα, η τοπική διάλεκτος περιλαμβάνει πολλές σλαβικές λέξεις.
2