1. Λέξη
    διάλεξη (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διάλεκτος - διάλειμμα)
  2. Συνώνυμα
    • ομιλία
    • εκδήλωση
    • συζήτηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • σιωπή
    • ησυχία
    2
  4. Ορισμός
    • Μια επίσημη ομιλία που δίνεται σε κοινό, συνήθως με θέμα μιας συγκεκριμένης επιστημονικής, φιλοσοφικής ή άλλης θεματολογίας.
    • Η ενέργεια του να μιλά κάποιος σε δημόσια συγκέντρωση ή σε εκδήλωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο καθηγητής έδωσε μια ενδιαφέρουσα διάλεξη για την ιστορία της τέχνης.
    • Η διάλεξη του επιστήμονα έγινε σε πλήθος ακροατών.
    2