Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διάλεξη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διάλεκτος
-
διάλειμμα
)
Συνώνυμα
ομιλία
εκδήλωση
συζήτηση
3
Αντώνυμα
σιωπή
ησυχία
2
Ορισμός
Μια επίσημη ομιλία που δίνεται σε κοινό, συνήθως με θέμα μιας συγκεκριμένης επιστημονικής, φιλοσοφικής ή άλλης θεματολογίας.
Η ενέργεια του να μιλά κάποιος σε δημόσια συγκέντρωση ή σε εκδήλωση.
2
Παραδείγματα
Ο καθηγητής έδωσε μια ενδιαφέρουσα διάλεξη για την ιστορία της τέχνης.
Η διάλεξη του επιστήμονα έγινε σε πλήθος ακροατών.
2