Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διάλυμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διάλυση
-
διάλειμμα
)
Συνώνυμα
λύση
διάλυση
αποτέλεσμα διάλυσης
3
Αντώνυμα
στερεό
καθίζηση
αδιάλυτο
3
Ορισμός
Μίγμα δύο ή περισσότερων ουσιών, όπου η μία (διαλυμένη ουσία) είναι ομοιόμορφα κατανεμημένη στην άλλη (διαλύτης).
Το αποτέλεσμα της διαδικασίας της διάλυσης μιας ουσίας σε μια άλλη.
2
Παραδείγματα
Το αλάτι στο νερό σχηματίζει ένα διάλυμα.
Στο εργαστήριο, παρασκευάσαμε διάλυμα υδροχλωρικού οξέος.
2