Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διάλειμμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διάλεξη
-
διάλυμα
-
έλλειμμα
)
Συνώνυμα
παύση
ανάπαυλα
διάλειμα
3
Αντώνυμα
συνέχεια
αδιάκοπη δραστηριότητα
2
Ορισμός
Μια σύντομη περίοδος ανάπαυσης ή διακοπής από μια δραστηριότητα.
Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διακόπτεται μια δραστηριότητα, όπως μια συνεδρίαση ή μια παράσταση, για ανάπαυση.
2
Παραδείγματα
Μετά από δύο ώρες συνεδρίασης, έγινε ένα μικρό διάλειμμα.
Το διάλειμμα του θεάτρου διήρκεσε 15 λεπτά.
2