1. Λέξη
    διάλειμμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διάλεξη - διάλυμα - έλλειμμα)
  2. Συνώνυμα
    • παύση
    • ανάπαυλα
    • διάλειμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • συνέχεια
    • αδιάκοπη δραστηριότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Μια σύντομη περίοδος ανάπαυσης ή διακοπής από μια δραστηριότητα.
    • Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διακόπτεται μια δραστηριότητα, όπως μια συνεδρίαση ή μια παράσταση, για ανάπαυση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από δύο ώρες συνεδρίασης, έγινε ένα μικρό διάλειμμα.
    • Το διάλειμμα του θεάτρου διήρκεσε 15 λεπτά.
    2