1. Λέξη
    διάρρηξη (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διάρροια)
  2. Συνώνυμα
    • κλοπή
    • λεηλασία
    • απάτη
    3
  3. Αντώνυμα
    • προστασία
    • ασφάλεια
    • φύλαξη
    3
  4. Ορισμός
    • Η πράξη της εισβολής σε ιδιωτικό χώρο με σκοπό την κλοπή.
    • Η παράνομη διείσδυση σε κτίριο ή χώρο με σκοπό την αφαίρεση αντικειμένων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η διάρρηξη στο σπίτι του γείτονά μας έγινε χθες το βράδυ.
    • Η αστυνομία συνέλαβε τους δράστες της διάρρηξης στο κατάστημα.
    2