Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διάρροια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διάνοια
-
διάρρηξη
-
διάρκεια
)
Συνώνυμα
κατάρροια
εξάντληση
αφυδάτωση
3
Αντώνυμα
δυσκοιλιότητα
στήριξη
2
Ορισμός
Μια κατάσταση όπου ο οργανισμός εκκρίνει συχνά και σε υγρή μορφή περιττώματα.
Μια ιατρική πάθηση που χαρακτηρίζεται από συχνές και υγρές κενώσεις.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός του συνέστησε να πιει πολλά υγρά λόγω της διάρροιας.
Η διάρροια μπορεί να οφείλεται σε δηλητηρίαση από τρόφιμα.
2