1. Λέξη
    διάρροια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διάνοια - διάρρηξη - διάρκεια)
  2. Συνώνυμα
    • κατάρροια
    • εξάντληση
    • αφυδάτωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • δυσκοιλιότητα
    • στήριξη
    2
  4. Ορισμός
    • Μια κατάσταση όπου ο οργανισμός εκκρίνει συχνά και σε υγρή μορφή περιττώματα.
    • Μια ιατρική πάθηση που χαρακτηρίζεται από συχνές και υγρές κενώσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός του συνέστησε να πιει πολλά υγρά λόγω της διάρροιας.
    • Η διάρροια μπορεί να οφείλεται σε δηλητηρίαση από τρόφιμα.
    2