1. Λέξη
    διάσπαρτο (επίθετο) - (παρόμοια: διάσπαση)
  2. Συνώνυμα
    • σκορπισμένο
    • διασκορπισμένο
    • χαλασμένο
    3
  3. Αντώνυμα
    • συγκεντρωμένο
    • οργανωμένο
    • ενιαίο
    3
  4. Ορισμός
    • Εκείνο που είναι σκορπισμένο σε διάφορα σημεία, χωρίς συγκεκριμένη τάξη ή οργάνωση.
    • Που έχει διασκορπιστεί σε μεγάλη έκταση ή σε πολλά μέρη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα διάσπαρτα αντικείμενα στο πάτωμα έδειχναν ότι είχε γίνει αναστάτωση.
    • Η διάσπαρτη πληθυσμιακή πυκνότητα στην επαρχία δυσκολεύει την παροχή υπηρεσιών.
    2