Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διάσπαρτο (επίθετο) - (παρόμοια:
διάσπαση
)
Συνώνυμα
σκορπισμένο
διασκορπισμένο
χαλασμένο
3
Αντώνυμα
συγκεντρωμένο
οργανωμένο
ενιαίο
3
Ορισμός
Εκείνο που είναι σκορπισμένο σε διάφορα σημεία, χωρίς συγκεκριμένη τάξη ή οργάνωση.
Που έχει διασκορπιστεί σε μεγάλη έκταση ή σε πολλά μέρη.
2
Παραδείγματα
Τα διάσπαρτα αντικείμενα στο πάτωμα έδειχναν ότι είχε γίνει αναστάτωση.
Η διάσπαρτη πληθυσμιακή πυκνότητα στην επαρχία δυσκολεύει την παροχή υπηρεσιών.
2