1. Λέξη
    διάσπαση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διάσταση - διάσπαρτο - διάσωση - διάβαση - διάσειση)
  2. Συνώνυμα
    • κατάτμηση
    • διαίρεση
    • θραύση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ένωση
    • συγκόλληση
    • ενσωμάτωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία κατά την οποία κάτι χωρίζεται σε μικρότερα μέρη.
    • Η διάσπαση μπορεί να αναφέρεται στη φυσική διαδικασία κατά την οποία ένα σώμα διασπάται σε μικρότερα κομμάτια.
    • Στη χημεία, η διάσπαση αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία μια ουσία διασπάται σε απλούστερες ουσίες.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η διάσπαση του ατόμου μπορεί να παράγει τεράστια ποσότητα ενέργειας.
    • Μετά την έκρηξη, παρατηρήθηκε διάσπαση του κτιρίου σε πολλά θραύσματα.
    • Στη βιολογία, η διάσπαση των τροφών είναι απαραίτητη για την πέψη.
    3