Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διάσπαση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διάσταση
-
διάσπαρτο
-
διάσωση
-
διάβαση
-
διάσειση
)
Συνώνυμα
κατάτμηση
διαίρεση
θραύση
3
Αντώνυμα
ένωση
συγκόλληση
ενσωμάτωση
3
Ορισμός
Η διαδικασία κατά την οποία κάτι χωρίζεται σε μικρότερα μέρη.
Η διάσπαση μπορεί να αναφέρεται στη φυσική διαδικασία κατά την οποία ένα σώμα διασπάται σε μικρότερα κομμάτια.
Στη χημεία, η διάσπαση αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία μια ουσία διασπάται σε απλούστερες ουσίες.
3
Παραδείγματα
Η διάσπαση του ατόμου μπορεί να παράγει τεράστια ποσότητα ενέργειας.
Μετά την έκρηξη, παρατηρήθηκε διάσπαση του κτιρίου σε πολλά θραύσματα.
Στη βιολογία, η διάσπαση των τροφών είναι απαραίτητη για την πέψη.
3