Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαίσθηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αίσθηση
-
προαίσθηση
-
συναίσθηση
-
παραίσθηση
-
ψευδαίσθηση
-
διαίρεση
)
Συνώνυμα
ένστικτο
προαίσθημα
έμφυτη αίσθηση
3
Αντώνυμα
λογική
συλλογισμός
ανάλυση
3
Ορισμός
Η ικανότητα να καταλαβαίνεις ή να αντιλαμβάνεσαι κάτι αμέσως, χωρίς τη χρήση της συνείδησης ή της λογικής.
Μια αίσθηση που βασίζεται σε συναισθήματα και όχι σε γεγονότα.
2
Παραδείγματα
Η διαίσθησή της της είπε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Ακολούθησε τη διαίσθησή του και πήρε τη σωστή απόφαση.
2