1. Λέξη
    διαίσθηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αίσθηση - προαίσθηση - συναίσθηση - παραίσθηση - ψευδαίσθηση - διαίρεση)
  2. Συνώνυμα
    • ένστικτο
    • προαίσθημα
    • έμφυτη αίσθηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • λογική
    • συλλογισμός
    • ανάλυση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ικανότητα να καταλαβαίνεις ή να αντιλαμβάνεσαι κάτι αμέσως, χωρίς τη χρήση της συνείδησης ή της λογικής.
    • Μια αίσθηση που βασίζεται σε συναισθήματα και όχι σε γεγονότα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η διαίσθησή της της είπε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
    • Ακολούθησε τη διαίσθησή του και πήρε τη σωστή απόφαση.
    2