Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαίρεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αίρεση
-
αφαίρεση
-
εξαίρεση
-
διαίσθηση
)
Συνώνυμα
κατανομή
χωρισμός
σχίσμα
διαχωρισμός
4
Αντώνυμα
ένωση
συγκέντρωση
ολοκλήρωση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να διαιρείς κάτι σε μέρη.
Μαθηματική πράξη κατά την οποία ένας αριθμός χωρίζεται σε ίσα μέρη.
Η διαδικασία του να χωρίζονται οι άνθρωποι ή οι ομάδες λόγω διαφωνιών ή διαφορών.
3
Παραδείγματα
Η διαίρεση της τούρτας σε δέκα κομμάτια ήταν δύσκολη.
Στα μαθηματικά, η διαίρεση του 10 με το 2 δίνει 5.
Η διαίρεση της κοινότητας οφειλόταν σε πολιτικές διαφορές.
3