1. Λέξη
    διαίρεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αίρεση - αφαίρεση - εξαίρεση - διαίσθηση)
  2. Συνώνυμα
    • κατανομή
    • χωρισμός
    • σχίσμα
    • διαχωρισμός
    4
  3. Αντώνυμα
    • ένωση
    • συγκέντρωση
    • ολοκλήρωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να διαιρείς κάτι σε μέρη.
    • Μαθηματική πράξη κατά την οποία ένας αριθμός χωρίζεται σε ίσα μέρη.
    • Η διαδικασία του να χωρίζονται οι άνθρωποι ή οι ομάδες λόγω διαφωνιών ή διαφορών.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η διαίρεση της τούρτας σε δέκα κομμάτια ήταν δύσκολη.
    • Στα μαθηματικά, η διαίρεση του 10 με το 2 δίνει 5.
    • Η διαίρεση της κοινότητας οφειλόταν σε πολιτικές διαφορές.
    3