Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαβολάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαβολικός
)
Συνώνυμα
κακούργημα
προδοσία
δόλος
3
Αντώνυμα
καλοσύνη
αθωότητα
ειλικρίνεια
3
Ορισμός
Μικρή ή ελαφριά κακία ή κακεντρέχεια.
Πονηρή ή ύπουλη ενέργεια.
2
Παραδείγματα
Το διαβολάκι του τον έκανε να πει ψέματα.
Έκανε ένα διαβολάκι και έκλεψε το μολύβι του συμμαθητή του.
2