1. Λέξη
    διαβολάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διαβολικός)
  2. Συνώνυμα
    • κακούργημα
    • προδοσία
    • δόλος
    3
  3. Αντώνυμα
    • καλοσύνη
    • αθωότητα
    • ειλικρίνεια
    3
  4. Ορισμός
    • Μικρή ή ελαφριά κακία ή κακεντρέχεια.
    • Πονηρή ή ύπουλη ενέργεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το διαβολάκι του τον έκανε να πει ψέματα.
    • Έκανε ένα διαβολάκι και έκλεψε το μολύβι του συμμαθητή του.
    2