Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαβολικός (επίθετο) - (παρόμοια:
διπολικός
-
διαβητικός
-
βολικός
-
δικός
-
διαβολάκι
-
ολικός
-
συμβολικός
-
πολικός
-
υπερβολικός
-
διατροφικός
-
διακριτικός
-
διαστημικός
-
διανοητικός
)
Συνώνυμα
σατανικός
διάβολος
κακός
κακοποιός
4
Αντώνυμα
αγγελικός
καλός
αγνός
ευσεβής
4
Ορισμός
που ανήκει ή αναφέρεται στον διάβολο
που χαρακτηρίζεται από μεγάλη κακία ή πονηριά
που προκαλεί δυσάρεστες συνέπειες ή δυσκολίες
3
Παραδείγματα
Ο διαβολικός χαρακτήρας του ήρωα έκανε την ταινία πιο συναρπαστική.
Έκανε ένα διαβολικό σχέδιο για να εκδικηθεί τους εχθρούς του.
Η διαβολική δυσκολία της εξέτασης έκανε πολλούς μαθητές να απελπιστούν.
3