1. Λέξη
    διαγράψω (ρήμα) - (παρόμοια: διαγράφω - διαγραφή - γράψω - καταγράψω)
  2. Συνώνυμα
    • ακυρώνω
    • εξαλείφω
    • σβήνω
    • καταργώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • εγκρίνω
    • επιβεβαιώνω
    • εγκρίνω
    • διατηρώ
    4
  4. Ορισμός
    • να αφαιρέσω κάτι γραπτό ή τυπωμένο
    • να ακυρώσω μια ενέργεια ή μια απόφαση
    • να καταργήσω κάτι που υπήρχε προηγουμένως
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να διαγράψω αυτή τη γραμμή από το κείμενο.
    • Ο δικαστής αποφάσισε να διαγράψει την υπόθεση.
    • Η εταιρεία θα διαγράψει όλες τις παλιές καταγραφές.
    3