Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαγράψω (ρήμα) - (παρόμοια:
διαγράφω
-
διαγραφή
-
γράψω
-
καταγράψω
)
Συνώνυμα
ακυρώνω
εξαλείφω
σβήνω
καταργώ
4
Αντώνυμα
εγκρίνω
επιβεβαιώνω
εγκρίνω
διατηρώ
4
Ορισμός
να αφαιρέσω κάτι γραπτό ή τυπωμένο
να ακυρώσω μια ενέργεια ή μια απόφαση
να καταργήσω κάτι που υπήρχε προηγουμένως
3
Παραδείγματα
Πρέπει να διαγράψω αυτή τη γραμμή από το κείμενο.
Ο δικαστής αποφάσισε να διαγράψει την υπόθεση.
Η εταιρεία θα διαγράψει όλες τις παλιές καταγραφές.
3