1. Λέξη
    καταγράψω (ρήμα) - (παρόμοια: καταγράφω - καταγραφή - καταταγώ - καταγραφέας - διαγράψω - καταγωγή)
  2. Συνώνυμα
    • καταχωρίζω
    • καταγράφω
    • καταλογογραφώ
    • αναγράφω
    4
  3. Αντώνυμα
    • διαγράφω
    • απομακρύνω
    • εξαλείφω
    3
  4. Ορισμός
    • Να γράψω κάτι με λεπτομέρεια ή να το καταγράψω σε έγγραφο.
    • Να καταχωρίσω πληροφορίες σε ένα σύστημα ή βάση δεδομένων.
    • Να καταγράψω εικόνες ή ήχους με κάποια τεχνική μέθοδο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να καταγράψω όλες τις δαπάνες μου για τον μήνα.
    • Ο δημοσιογράφος κατάγραψε τα γεγονότα όπως συνέβησαν.
    • Η κάμερα κατάγραψε την κίνηση στο δρόμο.
    3