Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαγωγή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διεξαγωγή
-
αγωγή
)
Συνώνυμα
συμπεριφορά
συνήθεια
τρόπος
πρακτική
4
Αντώνυμα
αταξία
απροθυμία
ασυνέπεια
3
Ορισμός
Ο τρόπος με τον οποίο κάποιος συμπεριφέρεται ή ενεργεί.
Το σύνολο των ηθικών και κοινωνικών κανόνων που διέπουν τη συμπεριφορά ενός ατόμου.
Μια συγκεκριμένη πρακτική ή συνήθεια που ακολουθείται από ένα άτομο ή μια ομάδα.
3
Παραδείγματα
Η διαγωγή του μαθητή ήταν άψογη σε όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς.
Οι κοινωνικές διαγωγές ποικίλλουν ανάλογα με τον πολιτισμό.
Η καλή διαγωγή είναι απαραίτητη σε επαγγελματικά περιβάλλοντα.
3